ληῖτις
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A she who makes or dispenses booty, epith. of Athena, Il.10.460, Paus.5.14.6. II Pass., = ληϊάς, A.R. 1.818, Lyc.105.
Greek (Liddell-Scott)
ληῖτις: -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ ἀγελείη, πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = ληιάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818.
English (Autenrieth)
ιδος: booty-bringing, giver of booty, epith. of Athēna, Il. 10.460†.