λεπτόνευρος

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόνευρος Medium diacritics: λεπτόνευρος Low diacritics: λεπτόνευρος Capitals: ΛΕΠΤΟΝΕΥΡΟΣ
Transliteration A: leptóneuros Transliteration B: leptoneuros Transliteration C: leptonevros Beta Code: lepto/neuros

English (LSJ)

ον,

   A with thin sinews, Adam.2.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 30] mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόνευρος: -ον, ἔχων λεπτὰ νεῦρα, Ἀδαμ. Φυσιογν. 2. 1, σ. 375.

Greek Monolingual

λεπτόνευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτά νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά-νευρος, κατά-νευρος].