προσκλινής

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλῐνής Medium diacritics: προσκλινής Low diacritics: προσκλινής Capitals: ΠΡΟΣΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: prosklinḗs Transliteration B: prosklinēs Transliteration C: prosklinis Beta Code: prosklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A sloping, Gp.9.3.2.

German (Pape)

[Seite 769] ές, angelehnt, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλῐνής: -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ προσκλίνω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος
νεοελλ.-μσν.
κεκλιμένος, γερμένος
αρχ.
1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος
2. αδρανής, αργός.