ἀνδρομάχος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fighting with men, χεῖρες AP7.241 (Antip. Sid.): fem. ἀνδρομάχη, ἄλοχος ib.11.378 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 218] mit Männern kämpfend, χεῖρες Antip. Sid. 99 (VII, 241); fem. ἀνδρομάχη ἄλοχος, mit dem Manne streitend Pallad. 14 (XI, 378).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) πρὸς ἄνδρας μαχόμενος, χεῖρες Ἀνθ. ΙΙ. 7. 241: - θηλ. ἀνδρομάχη ἄλοχος αυτόθι 11. 378· παρ᾽ Ὁμήρῳ, μόνον ὡς κύριον ὄνομα Ἀνδρομάχη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat contre les hommes, belliqueux.
Étymologie: ἀνήρ, μάχομαι.