νευροτόμος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροτόμος Medium diacritics: νευροτόμος Low diacritics: νευροτόμος Capitals: ΝΕΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neurotómos Transliteration B: neurotomos Transliteration C: nevrotomos Beta Code: neuroto/mos

English (LSJ)

ον,

   A cutting sinews, Man.5.221.

Greek (Liddell-Scott)

νευροτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὰ νεῦρα, τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.

Greek Monolingual

νευροτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο-τόμος, μοσχο-τόμος.