ἀνατροπεύς
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
έως, ὁ,
A ouerturner, destroyer, τοῦ οἴκου Antipho2.2.2; τῆς νεότητος Plu.2.5b; subverter, τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων D.Chr. 37.32.
German (Pape)
[Seite 212] ὁ, der Umwälzer, Zerstörer, οἴκου Antiph. II β 2; Plut. adv. St. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροπεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνατρέπων, ὁ καταστροφεύς, τοῦ οἴκου Ἀντιφῶν 116. 28· τῆς νεότητος Πλούτ. 2. 5Β.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
destructeur ; fig. corrupteur.
Étymologie: ἀνατρέπω.