ῥᾴδιος
English (LSJ)
(ῥαιδ- correctly in early texts, PCair.Zen.367.20 (iii B.C.), etc., later ῥαδ-, Diog.Oen.10, etc.), α, ον: Ep. and Ion. ῥηΐδιος [ῐδ], η, ον, as always in Hom.; ῥῄδιος, η, ον, Thgn.574,577 (v. infr. B):—Degrees of Comparison: ῥᾳδιώτερος is cited from Hyp. by Poll.5.107, perhaps by error for ῥᾳδιέστερος, which occurs in Hyp. Fr.86, Arist.Pr.870b37 (as Adv.), Plb.11.1.1, 16.20.4. Adv.
A -έστατα Ph.Bel.96.33:—but the form ῥᾴων, ῥᾷον is more common, Th.5.36, etc.; Ion. ῥηΐων, ῥήϊον, (v. infr. B); Ep. ῥηΐτερος Il.18.258, 24.243, etc.; contr. ῥῄτερος Thgn.1370; Dor. ῥᾴτερος Pi.O.8.60 (ῥαΐτερον codd.); a form ῥᾴσσων in EM158.15: ῥᾳότερον, gloss on εὐπετέστερον, Erot.p.35 N.: Sup., Att. ῥᾷστος, η, ον; Dor. ῥάϊστος Theoc.11.7 (Adv.); Ion. and Ep. ῥήϊστος Od.4.565; contr. ῥῇστος Timo 67.2 (Adv.); Ep. ῥηΐτατος, v. infr. B. 111 fin.: (v. ῥᾶ, ῥέα, ῥεῖα):—easy, ready, and so easy to make or do, opp. χαλεπός (Arist.Rh.1363a23); ῥηΐδιόν τι ἔπος a word easy to understand and follow, Od.11.146, cf. h.Ap.534; οἶμος ῥηϊδίη an easy road, Hes.Op.292; ταχὺς γὰρ Ἅιδης ῥᾷστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ, i. e. least painful, E.Hipp.1047: c. inf., τάφρος περῆσαι ῥηϊδίη easy to pass over, Il.12.54; ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί easier to fight with, 18.258; ῥηΐτεροι . . Ἀχαιοῖσιν ἐναιρέμεν easier for them to slay, 24.243; οὐ ῥηΐδι' ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι 20.265; ῥᾴονι ἂν ἐχρώμεθα τῷ Φιλίππῳ we should have found P. easier to resist, D.1.9. 2 ῥᾴδιόν ἐστι it is easy, c. inf., ῥᾴδιον πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις Pi.P.4.272; τοῖς γὰρ δικαίοις ἀντέχειν οὐ ῥᾴδιον S.Fr.78, cf. Ph.1395, Ar.Th.68, Th. 6.21, etc.: c. acc. et inf., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον S.Aj.1350, cf. X.HG6.2.10; χαλεπὸν τὸ ποιεῖν, τὸ δὲ κελεῦσαι ῥ. Philem.27; τὸ ἐπιτιμᾶν ῥ. καὶ παντὸς εἶναι D.1.16; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Men.Mon.471, etc.: ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι,= ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Th.4.10; ῥᾷσται ἐς τὸ βλάπτεσθαι (sc. αἱ νῆες) Id.7.67. b also ῥᾴδιόν ἐστι it is a light matter, you think little of doing, παρ' ὑμῖν ῥ. ξενοκτονεῖν E.Hec.1247. 3 Adv. phrase, ἐκ ῥᾳδίας easily, Plot. 4.8.1. II easy-going, adaptable, ῥ. ἤθεα E.Hipp.1116 (lyr.); in bad sense, reckless, unscrupulous, ῥ. τὸν τρόπον Luc.Merc.Cond.40, cf. Alex.4; ῥ. τὼ ὀφθαλμώ having a roving eye, Alciphr.1.6; cf. B. 1.2, ῥᾳδιουργός. 2 ῥᾴων γενέσθαι to be easier, get better, of a sick person, Hp.Loc.Hom.34; ὡσπερεὶ ῥ. ἔσομαι shall feel easier, better, D.45.57; ταῦτ' ἢν ποιῇς, ῥ. ἔσει Theopomp.Com.62; Εὐριπίδου μνήσθητι, καὶ ῥ. ἔσει Philippid.18. B Adv. ῥᾳδίως, Aeol. βραϊδίως Theoc.30.27; Ep. and Ion. ῥηϊδίως, as always in Hom.; ῥηδίως Herod.7.69:—easily, readily, Il.4.390, al., Hes.Op.43, Hdt.9.2, etc.; in Trag. and Att. freq. ῥᾳδίως φέρειν bear lightly or with equanimity, make light of a thing, E.Andr.744, etc.; ῥ. προσίσταται ib.232; ῥ. ἀπολείπειν to leave not unwillingly, Th. 1.2; ῥᾳδίως ἀπαλλάττοιντο αὐτῶν Pl.Phd.63a. 2 in bad sense, lightly, recklessly, ῥ. περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι Th.1.73, cf. Pl.Lg.917b; ῥᾳδίως οὕτως in this easy, thoughtless way, Id.R.377b, 378a; ῥ. τολμῶσι λέγειν Lys.19.49. 3 of things, ταλάντου ῥᾳδίως ἄξιος easily, fully worth a talent, Is.8.35; οὐ ῥ. hardly, scarcely, Plu.Lyc.31, cf. 2.39b. II Comp., ῥᾷον φέρειν Th.8.89; ῥ. ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν nothing so easy, D.54.39; Ion. ῥήϊον Hp.Int.12; also ῥηϊτέρως, Id.Mul.1.1,26. III Sup. ῥᾷστα, esp. in phrases, ῥᾷστα φέρειν S.OT983; ὡς ῥᾷστα φέρειν A.Pr.104, E.Hel.254, cf. Supp.954, etc.; ῥ. τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν X.Mem.2.1.9; later, ἐκ τοῦ ῥᾴστου D.H. Comp.25, Plu.Fab.11: Ep. ῥηΐτατα Od.19.577.
German (Pape)
[Seite 831] bei den Att. auch 2 Endgn, wie Eur. Med. 1375, ep. u. ion. ῥηΐδιος, bei Theogn. auch ῥῄδιος, leicht, ohne Mühe, Schwierigkeit, dah. leicht zu machen, zu thun, leicht von Statten gehend; τάφρος οὔτε περῆσαι ῥηϊδίη, Il. 12, 54; für Einen, τινί, οὐ ῥηΐδι' ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι, 20, 265; Od. 16, 211; ῥηΐ. διόν τοι ἔπος, ein dir leichtes, leichtverständliches Wort, 11, 146; οἶμος ῥηϊδίη, ein leichter, bequemer Pfad, Hes. O. 294, wie Plat. καὶ εὔπορος ὁδός, Rep. I, 328 c; ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις, Pind. P. 4, 272; τόν τοι τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον, Soph. Ai. 1329; οὐ ῥᾴδιον λόγχῃ μιᾷ στῆσαι τρόπαια τῶν κακῶν, Eur. Or. 711; u. so auch in Prosa häufig mit folgdm int., vgl. Plat. Phaedr. 250 a Theaet. 199 e u. sonst; ῥᾴδια ἰδεῖν, Xen. Cyr. 8, 4, 16, ῥᾴδιόν τινι μαθεῖν, leicht zu lernen, Lac. 11, 7; Mem. 3, 11, 16; mit acc. c. inf., Hell. 6, 2, 10; ῥᾴδιοι ὅρμοι, Eur. I. T. 788, ῥᾴδια ἤθεα, Hipp. 1117, in tadelndem Sinne, leichtsinnig, leichtfertig; aber auch von Personen, bereitwillig, gefällig, nachgiebig, wie tacilis, vgl. ῥᾴονι καὶ πολὺ ταπεινοτέρῳ χρῆσθαι Φιλίππῳ, Dem. 1, 9; ῥᾴδιος τὸν τρόπον, Luc. merc. cond. 40. – Nach Poll. 7, 94 sind ῥᾴδια ποικίλον καὶ πολυέλικτον ὑπόδημα bei Plat. u. Phereer. – Der regelmäßige compar. ῥᾳδιώτερος wird von Poll. 5, 107 aus Hyperid. angeführt (s. nachher); ῥᾳδιώτατος scheint gar nicht vorzukommen; gew., wie von ῥαισ, ῥηισ (s. ῥᾴ), ῥᾴων, ion, ῥηΐων, ῥήϊον, u. bei Hom. ῥηΐτερος, Il. 18, 258. 24, 243; dor. ῥᾴτερον, Pind. Ol. 8, 60; superl. ῥᾷστος, ion.-ep. ῥήϊστος, Od. 4, 565; auch ῥηΐτατος, 19, 577. 21, 75; ῥᾴων ὁδός, Plat. Phaedr. 272 b; ῥᾴστη τεχνῶν, Polit. 292 e; – ῥᾳδιέστερος haben Sp., wie Pol. 11, 1, 1. 16, 20, 4; auch Hyperid. bei Ath. X, 424 d; Arist. probl. 2, 42; – ῥᾳότερος wird von Phryn. als schlechte Form angeführt, s. Lob. p. 402; – ὥςπερ ῥᾴων ἔσομαι, es wird mir leichter zu Muthe sein, Dem. 45, 57; ῥᾴων ἐγίγνετο, er wurde besser, von Erholung nach schwerer Krankheit, Sp.; dah. Suid. εὐθυμότερος, ἀπήμων erkl. – Adv. ῥᾳδίως, ion. u. ep. ῥηϊδίως, Il. 4, 390. 9, 184 u. oft in der Od.; τὴν πεπρωμένην δὲ χρἡ αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, Aesch. Prom. 104, wie ῥᾷστα τὸν βίον φέρειν Soph. O. R. 983; ῥᾷον νόσον οἴσεις, Eur. Hipp. 205; τὸν βίον χρὴ ὡς ῥᾷστα διεκπερᾶν, Suppl. 954; ῥᾳδίως λόγους ποιεῖς, Plat. Phaedr. 275 b; oft mit φέρειν, wie Eur. Bacch. 640; Xen. Mem. 2, 2, 9 u. A.; auch = leichtsinnig, unüberlegt, temere, Plat. Legg. XII 917 b, vgl. Apol. 24 c Charm. 172 d; ῥᾳδίως διαλέγεσθαι, im Ggstz von ὀκνεῖν, Xen. Mem. 3, 7, 7; ῥᾷστα καὶ ἥδιστα βιοτεύειν, 2, 1, 9; – ῥᾷον wird in vielen Vrbdgn als Positiv angesehen, wie Dem. 16, 24, καὶ πολύ γε ῥᾷον; vgl. Lob. Phryn. 403; während umgekehrt auch ῥᾴδιον als compar. gilt, s. Lob. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾴδιος: α, ον· παρ’ Ἀττικ. καὶ ος, ον Εὐριπ. Μήδ. 1375· Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ῥηίδιος, -η, -ον, [ῐ], ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· παρὰ Θεόγνιδι· ὡσαύτως ῥῄδιος, η, ον (ἀλλ’ ἴδε κατωτ.). - Βαθμοὶ παραθέσεως: τὸ ὁμαλὸν συγκριτ. ῥᾳδιώτερος (ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Βυζ.) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὑπερείδ. ὑπὸ Πολυδ. Ε΄, 107, ἴσως ἡμαρτημένως ἀντὶ ῥᾳδιέστερος, ὅπερ εὕρηται παρ’ Ὑπερείδῃ ἐν Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42, 2, Πολύβ. 11. 1, 1., 16. 20, 4· - ἀλλ’ ὁ τύπος ῥᾴων, ῥᾷον (ἐκ τοῦ ῥᾷ) εἶναι συνηθέστερος, Θουκ. 5. 36, κτλ.· Ἰωνικ. ῥηίων, ῥήιον, Ἱππ. 538. 26· Ἐπικ. ῥηίτερος Ἰλ. Σ. 258, Ω. 243· συνῃρ. ῥῄτερος Θέογν. 1370 (καὶ ὁ Lachm. ἀποκαθίστησι τὸν τύπον τοῦτον ἀντὶ τοῦ ῥῄδιος ἐν στ. 574, 577)· Δωρικ. ῥᾴτερος Πινδ. Ο. 8. 78 (πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν 60, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 402)· ὁ τύπος ῥᾴσσων μνημονεύεται παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 158. 15: - ὑπερθ. ῥᾷστος, η, ον, Ἀττ.: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ῥήιστος, Ὀδ. Δ. 565, Δωρικ. ῥάϊστος Θεόκρ. 11. 7· συνῃρ. ῥῇστος Τίμωνος Ἀποσπ. 41· Ἐπικ. ῥηίτατος, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ ἐν τέλ.· ὁ ὁμαλὸς τύπος ῥᾳδιώτατος μόνον παρὰ τῷ Θεοδ. Προδρ.· πρβλ. ὡσαύτως τὸ ῥᾷος. (Ἴδε ῥᾷ, ῥέα, ῥεῖα). Εὔκολος, ἕτοιμος· ὅθεν ἕτοιμος νὰ ποιήσῃ ἢ νὰ πράξῃ τι, ἀντίθετον τῷ χαλεπός (Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 27), οὐδ’ ἐνόησε ... ὡς οὐ ῥηΐδι’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι κτλ. Ἰλ. Υ. 265, Ὀδ. Π. 221· ῥηίδιόν τοι ἔπος ἐρέω, θά σοι εἴπω λόγον εὔκολον, ὃν εὐκόλως δύνασαι νὰ καταλάβῃς, Λ. 146, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 534· οἶμος ῥηιδίη, εὔκολος ὁδός, εὐδιάβατος, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 290· ταχὺς γὰρ Ἄιδης ῥᾷστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1047· - μετ’ ἀπαρ., τάφρος ῥηιδίη περῆσαι, ἣν εὐκόλως δύναται νὰ περάσῃ τις, Ἰλ. Μ. 54· ὄφρα μὲν οὗτος ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ, τόφρα δὲ ῥηίτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί, ὅτε οὗτος ὁ ἀνὴρ ἐμνησικάκει τῷ ἐνδοξοτάτῳ Ἀγαμέμνονι, τότε ἦτο εὐκολώτερον νὰ πολεμῇ τις τοὺς Ἕλληνας, Σ. 258· ῥηίτεροι ... Ἀχαιοῖσιν ἐναιρέμεν, εὐκολώτερον εἰς αὐτοὺς νὰ φονεύσωσιν, Ω. 243, πρβλ. Ὀδ. Π. 211. 2) ῥᾴδιόν ἐστι, εἶναι εὔκολον, μετ’ ἀπαρεμφ., ῥᾴδιον πόλιν σεῖσαι ἀφαυροτέροις Πινδ. Π. 4. 484· τοῖς γὰρ δικαίοις ἀντέχειν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Ἀποσπ. 99, πρβλ. Φιλ. 1395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Λουκ. 6. 21, Πλάτ., κλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον Σοφ. Αἴ. 1350, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 10· χαλεπὸν τὸ ποιεῖν, τὸ δὲ κελεῦσαι ῥ. Φιλήμων ἐν «Ἐφεδρίταις» 2· ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Μενάνδρου Μονόστ. 471, κτλ.· - ὡσαύτως, ῥᾷστοί εἰσιν ἀμύνεσθαι = ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτοὺς ἀμύνεσθαι, Θουκ. 4. 10· ὡσαύτως, ῥᾷσται ἐς τὸ βλάπτεσθαι (δηλ. αἱ νῆες) ὁ αὐτ. 7. 67. β) ὡσαύτως, ῥᾴδιόν ἐστι, εὔκολον πρᾶγμα, τάχ’ οὖν παρ’ ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν, ἴσως παρ’ ὑμῖν (τοῖς βαρβάροις) δὲν θεωρεῖται κακὸν νὰ φονεύῃ τις τοὺς ξενιζομένους, Εὐρ. Ἑκ. 1247· τὸ ἐπιτιμᾶν ῥ. καὶ παντὸς εἶναι Δημ. 13. 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὔκολος, ἕτοιμος, πρόθυμος, «ὑποχρεωτικός», Λατιν. facilis, commodus, ῥᾴονι χρῆσθαι τῷ Φιλίππῳ ὁ αὐτ. 11. 21· οὕτω, ῥ. ἥθεα Εὐρ. Ἱππόλ. 1115· ῥᾴδιος τὸν τρόπον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπερίσκεπτος, ἀμελής, ἀδιάφορος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 4· πρβλ. Β. Ι. 2, ῥᾳδιουργός. 3) ῥᾴων γίγνομαι, γίνομαι ἡσυχώτερος, βελτιοῦμαι κατὰ τὴν ὑγείαν, «καλλιτερεύω», ἐπὶ ἀνθρώπου νοσοῦντος, Ἱππ. 419. 43, (καὶ ἐπὶ πόνου, ἢν δὲ μὴ ῥᾷον ᾖ αὐτόθι 45)· ὥσπερ ῥ. ἔσομαι, θὰ αἰσθανθῶ ἐμαυτὸν εἰς καλλιτέραν κατάστασιν, Δημ. 1118, 29· ταῦτ’ ἢν ποιῇς, ῥ. ἔσει· Θεόπομπ. Κωμῳδοποιὸς ἐν «Φινεῖ» 1· Εὐριπίδου μνήσθητι, καὶ ῥ. ἔσει Φιλιππίδης ἐν «Φιλαδέλφοις» 1· πρβλ. ῥαΐζω. Β. Ἐπίρρ. ῥᾳδίως, Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ῥηιδίως, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., εὐκόλως, εὐχερῶς, ἑτοίμως, προθύμως, Ὅμηρ., Ἡρόδ., κλ.· παρ’ Ἀττικ. συχνάκις, ῥᾳδίως φέρω, φέρω εὐχερῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 744, κτλ.· ῥ. ἀνέχεσθαι αὐτόθι 232· ῥ. ἀπολείπειν, εὐχερῶς, Θουκ. 1. 2. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εὐκόλως, μετ’ ἐλαφρότητος, ἀπερισκέπτως, ἀστοχάστως, ῥ. περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι αὐτόθι 73, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 917Β· ῥᾳδίως οὕτω, κατὰ τὸν ἀπερίσκεπτον τοῦτον καὶ εὔκολον τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 377B, 378A. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγρὸν … ταλάντου ῥᾳδίως ἄξιον, εὐκόλως δυνάμενον νὰ πωληθῇ ἓν τάλαντον, Ἱσαῖ. 72. 35· οὐ ῥᾳδίως, μόλις, δυσκόλως, Πλουτ. Λυκοῦργ. 31, πρβλ. Wytt. 2. 39B. ΙΙ. Συγκρ. ῥᾷον φέρειν Θουκ. 8. 87· ῥᾷον ὀμνύναι καὶ ἐπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν Δημ. 1269. 13· Ἰων. ῥήιον Ἱππ. 538. 26· ὡσαύτως ῥηιτέρως, αὐτόθι 588. 23., 601. 10. ΙΙΙ. ὑπερθ. ῥᾷστα, μάλιστα ἐν ταῖς φράσεσι, ῥᾷστα φέρειν Σοφ. Ο. Τ. 320, 983· ὡς ῥᾷστα φέρειν Αἰσχύλ. Πρ. 104, Σοφ. Ἀποσπ. 236, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 954, Θουκ. 3. 82, κτλ.· ῥ. τε καὶ ἥδιστα βιοτεύειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 9· παρὰ μεταγεν., ἀπὸ τοῦ ῥᾴστου, ἐκ τοῦ ῥ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, Πλουτ. Φάβ. 11. - Ἐπικ. ῥηίτατα Ὀδ. Τ. 577, Φ. 75.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
I. facile, aisé, commode : ῥᾴδιόν ἐστι avec l’inf. il est facile de, etc.
II. en parl. du caractère ou de l’intelligence;
1 d’humeur facile, accessible, complaisant, accommodant;
2 en mauv. part léger, inconsidéré, frivole;
3 au mor. léger, sans scrupules;
Cp. ῥᾴων, Sp. ῥᾷστος.
Étymologie: contr. p. ῥαΐδιος, apparenté à ῥέζω faire ; cf. lat. facilis et facere.