λιβανώδης
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Full diacritics: λῐβᾰνώδης | Medium diacritics: λιβανώδης | Low diacritics: λιβανώδης | Capitals: ΛΙΒΑΝΩΔΗΣ |
Transliteration A: libanṓdēs | Transliteration B: libanōdēs | Transliteration C: livanodis | Beta Code: libanw/dhs |
ες,
A frankincense-like, πόα Philostr.Im.1.29.
[Seite 42] ες, weihrauchartig, wie Weihrauch duftend, Philostr. imagg. p. 807.
λῐβᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίβανον, θυμίαμα, Φιλόστρ. 807.
λιβανώδης, -ῶδες (Α) λίβανος
αυτός που μοιάζει με λιβάνι.