παντοδαής
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ές,
A all-knowing, Epigr. ap. D.L.9.43.
German (Pape)
[Seite 463] ές, allwissend, Democrit. epigr. bei D. L. 9, 44.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδαής: -ές, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9.44.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. ἐ-δάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].