ατος, τό,
A agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.
[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.
δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.
ατος (τό) :secousse, agitation.Étymologie: δονέω.