καταγογγύζω

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγογγύζω Medium diacritics: καταγογγύζω Low diacritics: καταγογγύζω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΓΓΥΖΩ
Transliteration A: katagongýzō Transliteration B: katagongyzō Transliteration C: katagoggyzo Beta Code: katagoggu/zw

English (LSJ)

   A murmur against, τινος LXX 1 Ma.11.39.

German (Pape)

[Seite 1343] gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.

Greek (Liddell-Scott)

καταγογγύζω: γογγύζω ἐναντίον τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.

Greek Monolingual

καταγογγύζω (AM)
μουρμουρίζω με δυσφορία εναντίον κάποιου, επιπλήττω κάποιον («καταγογγύζουσι τοῡ Δημητρίου», ΠΔ).