ἐγκαταμένω
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
A remain in, Thphr.HP1.3.4, Hld.1.33, etc.; continue the use of, τισί Antyll. ap. Aët.9.42.
German (Pape)
[Seite 705] (s. μένω), darin bleiben, Theophr. u. Sp., wie Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταμένω: μένω ἐντός, Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 1. 3, 4, κτλ.
Spanish (DGE)
1 sent. espacial permanecer en τά τε λαχανώδη πάντα ἢ τὰ πλεῖστα, ὅταν ἐγκαταμείνῃ todas o la mayor parte de las hortalizas, cuando permanecen en el sitio Thphr.HP 1.3.4, c. dat. τῇ νήσῳ Hld.1.33.4, cf. 2.12.3, τῷ λόφῳ Hld.5.33.1
•fig. permanecer en la mente αἱ τῆς πολυθέου δόξης ἐγκαταμενοῦσιν ἀπάται Ph.2.442.
2 sent. temp. persistir οὐκ ἐγκατέμεινα τοῖς ὀλισθηροῖς (φαρμάκοις) Antyll. en Aët.9.42.