ὀξύς

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύς Medium diacritics: ὀξύς Low diacritics: οξύς Capitals: ΟΞΥΣ
Transliteration A: oxýs Transliteration B: oxys Transliteration C: oksys Beta Code: o)cu/s

English (LSJ)

ύδος, ἡ,

   A wood sorrel, Oxalis Acetosella, Plin.HN27.112.    2 = ὀξύσχοινος, great sea-rush, Juncus acutus, ib.21.113.    3 = ὀξαλίς, sorrel, Rumex acetosa, Gal.11.667.
ὀξύς, εῖα, ύ, Ion. fem.

   A ὀξέα Hdt.9.23, al., v.l. in Hp.Mul.1.64, al. (in codd. freq. ὀξέη, and so Babr.73.1 metri gr.) : ὀξεῖα, poet. for neut. pl. ὀξέα, Hes.Sc.348 :—sharp, keen, whether of a point or an edge, in Hom. and Hes. mostly of weapons or anything made of metal, ἄκων Il.10.335, al.; ἄορ 21.173, Hes.Sc.457 ; βέλος Il.4.185, etc.; also of non-metallic substances, λᾶας 16.739 ; μοχλός Od.9.382 ; σκόλοπες Il. 12.56,64 ; ὀξεῖα κορυφή, of a mountain-peak, Od.12.74 ; so πάγοι ὀξέες 5.411 ; λίθος ὀξὺς πεποιημένος sharpened so as to serve as a knife, Hdt. 7.69, cf. 3.8 ; κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, Id.7.64 ; ὄρεα ἐς ὀ. τὰς κορυφὰς ἀ. Id.2.28 ; τὸ ὀ. the apex of a triangle, ib.16 ; of the heart, Arist.Resp.478b5 ; τὸ ὀ. τοῦ ᾠοῦ Id.GA752b8 ; ὀ. γωνία an acute angle, Id.Top.107a16, al., Euc.1 Def.12, Archim. Spir.16 ; Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Simon.176 ; ἡ ὀξεῖα, name of a surgical instrument, Hermes 38.282, Heliod. ap. Orib.44.23.59 ; but also, a pointed splinter of bone, ib.46.20.5.    II in reference to the senses,    1 of feeling, sharp, keen, ὀδύναι Il.11.268 ; ὀ. ἠέλιος the piercing sun, h.Ap.374 ; ὀξειᾶν ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70 ; Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Archil.61 ; πῦρ ὀ. Anaxipp.1.12 ; so χιὼν ὀξεῖα Pi.P.1.20 ; so also of grief and the like, ἄχος Il.19.125 ; μελεδῶναι Od.19.517 : and generally, sharp, severe, μάχη ὀξέα . . γίνεται keenly contested, Hdt.9.23 ; ὀ. πυρετός Hp.VM16 (Sup.); [ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται S.Ph.808 ; νόσοι, μανίαι, Pi.O.8.85, N.11.48 (Comp.), cf. Hp.Acut.tit., Archig. ap. Gal.9.887 ; πάθαι Pi.P.3.97 ; ἐπιμομφά Id.O.10(11).9, etc.    2 of the sight, ὀξύτατον ὄμμα Id.N.10.62 ; ὄψις . . ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος . . αἰσθήσεων Pl.Phdr. 250d : freq. in neut. as Adv., ὀξύτατον δέρκεσθαι to be keenest of sight, Il.17.675 ; ὀξύτατα καθορᾶν Pl.R.516c ; so ὀξὺ νοεῖν notice a thing sharply, Il.3.374 ; ὀξὺ προϊδεῖν Od.5.393 ; ὀξύτερον βλέπει Ar.Pl.1048, Lys.1202 (lyr.) : prov., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν Id.Pl.210, cf. Macar.Prov.6.41 ; also ὀξὺ ἄκουσεν heard with sharp ear, Il.17.256, cf. Pl.Lg.927b ; ὀξεῖαν ἀκοὴν . . λόγοις διδούς keen attention, S.El. 30.    b of things that affect the sight, dazzling, bright, αὐγὴ Ἠελίου Il.17.372 ; [Ἠελίου] ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι 14.345 : hence of colours, Ar.Pax1173 (v. φοινικίς 2) ; αἱ ὀξεῖαι χροιαί Arist. Phgn.806b4 ; πορφύρα Plu.Cat.Mi.6, PHolm.20.36 ; [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Ael.NA4.46.    3 of sound, shrill, piercing, ἀϋτή Il.15.313 ; ὀξὺ βοήσας 17.89 ; ὀξὺ δὲ κωκύσασα 18.71 ; ὀξὺ λεληκώς 22.141 ; ὀξέα κεκληγώς 17.88, etc.; of whinnying horses, ὀξεῖα χρέμισαν Hes.Sc.348 ; of young pigs, ὀξὺ κεκράγατε Ar.Ach.804 ; of the scream of birds of prey, ὀξέα κλάζων S.Ant.112 (anap.) ; of metals, ἰάχεσκε σάκος ὀξέα καὶ λιγέως Hes.Sc.233 ; also of the wail of the nightingale (cf. ὀξύφωνος), ὄρνιθος ὀ. φθόγγον S.Ant.424 ; so ἐπηλάλαξαν τὸν ὀ. νόμον shrieked their shrill song, A.Th.952 (lyr.) ; ὀξὺ μέλος, of the grasshopper, Ar.Av.1095 (lyr.).    b of musical tones, in a technical sense, high-pitched, opp. βαρύς, φθόγγοι Pl.Ti.80a, X. Cyn.6.20 ; ὀξυτάτη χορδή Pl.Phdr.268d ; φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Arist.Rh.1403b29 ; τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλύ Id.Top.106a13.    c in Music, δι' ὀξειῶν (Dor. -ᾶν) interval of a fifth, Philol.6, Arist.Pr.920a24.    d ἡ ὀξεῖα (sc. προσῳδία) the acute accent, D.T.630.1, A.D.Pron.35.10, al.; τὸν τόνον φυλάσσειν ὀ. ib.60.1 ; ὀ. συλλαβή Pl.Cra.399b ; ὀ. στοιχεῖον S.E.M.1.113.    4 of taste, sharp, pungent, acid, φακῆ X.Cyr.6.2.31 ; ὄξος Diph.18.1 ; οἶνος Alex. 141.12 ; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα Pl.Ti.74c.    5 of smell, Arist.de An.421a30 ; ὀξύτατον ὄζειν τινός Ar.Ach.193.    III metaph., of the inner sense, sharp, keen, hasty, esp. quick to anger, passionate, epith. of Ares, Il.2.440,al. ; μένος ὀξύ h.Hom.8.14 ; καρδίη ὀξυτέρη Thgn.366 ; θυμὸς ὀ. S.OC1193 ; νέος καὶ ὀ. Pl.Grg.463e ; οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Arist.EN1126a18 : so in ὀξύ-θυμος, -κάρδιος, -χολος.    2 sharp, quick, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Pl.Ap.39b : c. inf., ἐπινοῆσαι ὀ. Th.1.70 ; γνῶναι . . ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα D.3.15 ; also εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὀξεῖς Pl.R.526b ; τὰς ἐνθυμήσεις ὀξύς Luc.Salt. 81.    IV of motion, quick, swift, post-Hom., ὀξυτάτους ἵππους Hdt. 5.9 (v.l. ὠκυτάτους) ; ἱερακίσκος Ar.Av.1112 ; ὀξυτέρῳ χαλινῷ S.Ant. 108 (lyr.) ; of a report, ὀξεῖα βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς Id.Aj.998 ; ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοήν, of a dying man, Id.Ant.1238, cf. A.Ag.1389 ; of a flame, fierce, Thphr.HP5.9.3 ; ᾄξας ὀξὺς νότος ὥς S.Aj.258 (anap.) ; τὸ εὔψυχον . . ὀξεῖς ἐνδείκνυνται are quick in displaying, Th.4.126 ; opp. βραδύς, Id.8.96 ; opp. ῥάθυμος, Arist.EE1240a2 ; opp. ἡσύχιος, Id.EN1116a9 ; ὀ. παράγγελμα Onos.10.2 ; ὀ. καιρός an urgent crisis, Id.6.1, al.; ὁ ὀ. δρόμος the express post, POxy.900.7 (iv A. D.), 2115.6 (iv A. D.) ; ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα Ep.Rom.3.15 : esp. in Adv. (v. infr.).    V regul. Adv. ὀξέως quickly, soon, βοηθεῖν, μεταχειρίσαι, Th.6.10,12, etc.; sharply, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι, Pl.R.567b, Phdr. 263c ; poet. ὀξείως Epigr.Gr.986.3 (Philae) : Comp. ὀξυτέρως Hp. Epid.3.17.β' ; ὀξυτέρως ἀποθῄνσκειν ib.1.2 ; but,    2 neut. ὀξύ and pl. ὀξέα as Adv., v. supr. 11.2,3 : Comp. ὀξύτερον Th.2.8, Pl.Tht. 190a : Sup. ὀξύτατον Il.17.675, Pl.Lg.741d ; or ὀξύτατα Id.R.401e, al. (Cf. ὀξίνα, ὄκρις.)

German (Pape)

[Seite 354] εῖα, ύ, (mit ὠκύς verwandt, anch vielleicht mit ἀκή, vgl. Buttm. Lexil. I, 243. II, 67 ff.), scharf, spitz; bes. zunächst von schneidenden Werkzeugen, Waffen; πέλεκυς, Il. 17, 250 u. öfter; ἄκων, 21, 590; δόρυ, φάσγανον, ξίφος, ἄορ, βέλος u. ä., Il. oft; ὄγκοι, 4, 214; βέλη, Pind. P. 4, 213; ὄνυχες λεόντων, N. 4, 63; σκόλοπες, Il. 12, 56. 64; auch λᾶας, 447; πάγοι, Od. 5, 411; μοχλὸν ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, 9, 382; κορυφή, Berggipfel, 12, 74; σίδηρος, Eur. Suppl. 590; φάσγανον, I. A. 1566. – Dah. Alles, was auf die Sinne einen schneidenden, stechenden Eindruck macht, empfindlich ist; – a) vom Gefühl; ἠέλιος, die stechende, scharfbrennende Sonne, H. h. Apoll. 374; Hes. O. 416; ὀξειᾶν ἀκτίνων, Pind. Ol. 7, 70, vgl. 3, 25; auch χιόνος ὀξείας, P. 1, 20; sp. D., ἥλιος, Callim. 3 (XII, 71); auch Σείριος, Archil. 42; übh. schmerzhaft, ἄχος, Il. 19, 125 Od. 11, 208; ὀδύναι, Il. 11, 268. 272; μελεδῶναι, Od. 17, 517; νόσοι, μανίαι, Pind. Ol. 8, 85 N. 11, 48; u. geistig, ὀξεῖαν ἐπιμομφάν, Ol. 11, 9, u. so bes. noch sp. D. – b) vom Gehör, scharftönend, durchdringend, von gellenden, schmetternden Tönen; ἀυτή, Il. 15, 313; u. so ὀξὺ βοήσας, 17, 89, κελεύων, 20, 52, κωκύειν, 18, 71, λεληκώς, 22, 141, κεκληγώς u. ä.; auch ὀξὺ δ' ἄκουσεν, scharf hören, 17, 256; so bei Hes. von Rossen, ὀξεῖα χρέμισαν, Sc. 348; ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσ κε σάκος, 233; χάλκεον ὀξὺ βοᾶν, 243; ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 936, vgl. Pers. 1015; ἀκούειν, Suppl. 884; όξὺ βοῆς ἀκοῦσαν Ἄργος, Eur. Or. 1530; πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, Soph. Ant. 420, vgl. El. 727; ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων, Ai. 314; ὀξέα κλάζων αἰετός, Ant. 112; auch ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδούς, El. 30; ἔστι τι όξὺ ἐν φωνῇ, Plat. Prot. 332 c; φθόγγος, im Ggstz von βαρύς, hoher Ton, Tim. 80 a; öfter auch χορδὴ ὀξυτάτη, Phaedr. 268 d; Sp., ὀξὺ μέλπειν Anacr. 53, 3, ὀξύτατα συρίξομαι, Luc. Nigr. 10. – c) vom Gesicht, blendend, hell; αὐγὴ Ἠελίοιο, Il. 17, 372; φάος, 14, 345; u. activisch, scharf sehend, ὀξὺ μάλα προϊδών, Od. 5, 393; ὀξύτατον δέρκεσθαι, Il. 17, 675. 23, 477 H. h. 18, 14, öfter; ὀξὺ νόησε (vgl. νοέω), Hom., Hes. Th. 838; ὀξεῖ' Ἐρινὺς ἰδοῖσα, Pind. Ol. 2, 45; ὀξύτατον ὄμμα, N. 10, 62. Sprichwörtlich ὀξύτερον Λυγκέως βλέπει, von scharfem Gesicht, Paroem. App. 4, 30; auch ὀξύτερον οἱ γείτονες βλέπουσι τῶν ἀλωπέκων, ibd. 31; vgl. Ar. Lys. 1202 Plut. 310; ὀξὺ βλέπειν, Plat. Conv. 219 a u. öfter; ὀξύτερος ὀφθαλμός, Ep. ad. 10 (XII, 88). – Dah. von den Farben, Arist. physiogn. 2; ὀξεῖα φοινικίς, Ar. Pax 1139. – d) vom Geschmache, scharf, herbe, bitter, sauer; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα, Plat. Tim. 74 e, öfter; Xen., u. häufiger bei Sp.; übtr., κίνδυνος, Plut. Timol. 4. – e) übh. empfindlich, leidenschaftlich, bes. leicht in Zorn gerathend, jähzornig; Ἄρης, Hom., wie Eur. Heracl. 290; ὀξὺ μένος, H. h. 7, 14; θυμὸς ὀξύς, Soph. O. C. 1195; u. in Prosa, νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς, Plat. Gorg. 463 e, vgl. Polit. 311 a; ὀξὺ καὶ ἀνδρεῖόν πού φαμεν, 306 e; aber auch = schnell Etwas auffassend, εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὀξεῖς φαίνονται, im Ggstz von βραδεῖς, Rep. VII, 526 b; ἐπινοῆσαι ὀξεῖς, Thuc. 1, 70; οἱ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, Arist. Eth. 3, 7; ὀξὺς τὰς ἐνθυμήσεις, Luc. Salt. 81. – Uebh. auch von der Bewegung, eigtl. wohl heftig, schnell, Her. 5, 9; ἐπειδὰν τὴν ὀξυτάτην δρόμου ἀκμὴν παρῇ, Plat. Rep. V, 460 e; εἴτε βραδύτερον εἴτε ὀξύτερον ἐπαΐξασα, Theaet. 190 a. Im Gegensatz von βραδύς auch Thuc. 8, 96; so κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγήν Aesch. Ag. 1362; νότος, Soph. Ai. 251, wie auch Phil. 797, ὡς ἥδε (ἡ νόσος) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, von dem schnellen Anfall zu erklären ist; ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ, mit schärferem, schnellerem Zügel, Ant. 108; Sp., ὀξύτερον ἔδραμε, Diosc. 11 (VI, 220); πτήσομαι ὀξύτερος στεροπῆς, Alpheus 1 (XII, 18); nach Arist. physiogn. 2 in Beziehung auf die Bewegung dem νωθρός entgeggstzt. – So auch adv. ὀξέως, z. B. βοηθεῖν, im Ggstz von ἐνδοιαστῶς, Thuc. 6, 10; μεταχειρίσαι, ibd. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύς: εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. ὀξέα, Ἡρόδ., Ἱππ., (ἐν τοῖς ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται ὀξέη, ὅπερ ὁ Βάβρ. 73. 1 ἀπεδέξατο χάριν τοῦ μέτρου)· ― ὀξεῖα, ποιητ. ἀντὶ τοῦ οὐδ. πληθ. ὀξέα. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὀξύς, «μυτερός», κοπτερός, εἴτε επὶ πράγματος εἰς λεπτὸν ἄκρον ἀπολήγοντος, εἴτε ἐπὶ ἀκμῆς ἢ «κόψεως» ἐργαλείου, κτλ., παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ὡς ἐπὶ ὅπλων ἢ ἄλλων πραγμάτων ἐκ μετάλλου κατεσκευασμένων, αἰχμή, ἄκων, ἆορ, βέλος, δόρυ, δρεπάνη, ξίφος, ὄγκοι, πέλεκυς, φάσγανον, χαλκός· ὡσαύτως καὶ ἐπὶ πραγμάτων οὐχὶ ἐκ μετάλλου, λᾶας, μοχλός, σκόλοπες, κτλ.· ὀξεῖα κορυφή, ἐπὶ τῆς κορυφῆς ὄρους, Ὀδ. Μ. 72· οὕτω, πάγοι ὀξέες Ε. 411· λίθος ὀξὺς πεποιημένος, ὠξυμμένος οὕτως, ὥστε νὰ χρησιμεύῃ ἀντὶ μαχαίρας, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. 3. 8· ὀξυτέρῳ χαλινῷ Σοφ. Ἀντ. 108· κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας, ἀποληγούσας εἰς ὀξὺ ἄκρον, Ἡρόδ. 7. 64· οὔρεα ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπ. ὁ αὐτ. 2. 28· τὸ ὀξύ, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τριγώνου, ὁ αὐτ. 3. 16· τὸ ὀξὺ τῆς καρδίας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 16, 3· τὸ ὀξὺ τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2· 6· ὀξ. γωνία ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 15, 13· κ ἀλλ.· ἐπὶ προσώπου, Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Σιμωνίδ. 90. ΙΙ. ἐν σχέσει πρὸς τὰς αἰσθήσεις, 1) διαπεραστικός, καυστικός, καυστηρός, ὀδύναι Ἰλ. Λ. 268· ὀξὺς ἡέλιος, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rapidus sol, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 374· ὀξεῖαι ἀκτῖνες Πινδ. Ο. 7. 128· Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλοχ. 42· ὀξὺ πῦρ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 12· οὕτω, χιὼν ὀξεῖα, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου gelu acutum, Πινδ. Π. 1. 36 ὀξ. νότος Σοφ. Αἴ. 258· ― οὕτω καὶ ἐπὶ λύπης καὶ τῶν ὁμοίων, ἄχος Ἰλ. Τ. 125· μελεδῶνες Ὀδ. Τ. 517· καὶ καθόλου, «ἰσχυρός» , μέγας, μάχη ὀξέα ... γίγνεται, «πεισματώδης», Ἡρόδ. 9. 23· ὁ πυρετὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· νόσοι, μανίαι Πινδ. Ο. 8. 111, Ν. 11, ἐν τέλ., πρβλ. Π. 3. 172· ἐπιμομφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 11, κλ. 2) ἐπὶ τῆς ὄψεως, ὀξύτατον ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 117· ὄψις ... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ... αἰσθήσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 250D· ― συχν. κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ὀξύτατον δέρκεσθαι, ἔχειν ὀξυτάτην τὴν ὅρασιν, Ἰλ. Ρ. 675 ὀξύτατα ὁρ. Πλάτ. Πολ. 516C· οὕτως, ὀξὺ νοεῖν, παρατηρεῖν τι ταχέως, Ἰλ. Γ. 374· ὀξὺ προϊδεῖν Ὀδ. Ε. 393· ὀξύτερον βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 1048, Λυσ. 1202· παροιμ., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 210, Παροιμιογρ.· ὡσαύτως, ὀξὺ ἀκούειν. ἔχειν ὀξεῖαν ἀκοήν, Ἰλ. Ρ. 256. β) ἐπὶ πραγμάτων προσβαλλόντων ὀξέως τὴν ὅρασιν, λαμπρός, αὐγὴ Ἠελίοιο Ρ. 372· ἠελίου .. ὀξύτατον .. φάος εἰσοράασθαι Ξ. 345· ἐντεῦθεν ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1173 (ἴδε φοινικὶς 2)· αἱ ὀξεῖαι χροιαὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4· πορφύρα Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 6· [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Αἰλ. π. Ζ. 4. 46. 3) ἐπὶ ἤχου, ὀξύς, ὑψηλός, διαπεραστικός, ἀϋτὴ Ἰλ. Ο. 313· καὶ ἐπὶ φωνῆς, ὀξὺ βοήσσας Ρ. 89 ὀξὺ δὲ κωκύσασα Σ. 71· ὀξὺ λεληκὼς Χ. 141· ὀξέα κεκληγὼς Ρ. 88, κτλ.· ἐπὶ ἵππων χρεμετιζόντων, ὀξεῖα χρέμισαν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 348· ἐπὶ χοιριδίων, ὀξὺ κεκραγέναι Ἀριστοφ. Ἀχ. 804· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἁρπακτικῶν ὀρνέων, ὀξέα κλάζων Σοφ. Ἀντ. 112· ἐπὶ μεταλλικῶν οὐσιῶν κρουομένων, ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσκε σάκος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 233· ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ θρήνου τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξύφωνος). Σοφ. Ἀντ. 424· οὕτω, ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, ἐκραύγασαν τὸ ὀξὺ ᾆσμά των, Αἰσχύλ. Θήβ. 954· ὀξὺ μέλος, ἐπὶ τοῦ τέτιγγος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1095. β) ἐπὶ μουσικῶν τόνων, ὀξύς, ὑψηλός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, Πλάτ. Τίμ. 80Α, Ξεν. Κυν. 6. 20· ὀξυτάτη χορδὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλὺ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3. γ) ἡ ὀξεῖα (ἐξυπ. προσῳδία), ὁ ὀξὺς τόνος, Γραμμ. 4) ἐπὶ γεύσεως, δριμύς, ’ξινός, φακῆ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31· ὄξος Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· οἶνος Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 12· ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα Πλάτ. Τίμ. 74C. 5) ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 5· ὀξύτατον ὄζειν τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 193. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς ἐσωτερικῆς αἰσθήσεως, ὀξύς, ταχύς, ἰδίως ταχὺς εἰς ὀργήν, πλήρης ὁρμητικοῦ πάθους, ὁρμητικός, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, συχν. ἐν Ἰλ. ὀξὺ μένος Ὁμ. Ὕμν. 7. 14· καρδίη ὀξυτέρη Θέογν. 364· θυμὸς ὀξὺς Σοφ. Ο. Κ. 1193· νέος καὶ ὀξὺς Πλάτ. Γοργ. 463Ε· οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 5, 9· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττικ. χρῶνται τῇ λέξει μάλιστα ἐν ἀντιθέσει. 2) ταχύς, ὁ ταχέως ἀντιλαμβανόμενός τινος, ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, εὐφυής, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· μετ’ ἀπαρ., ὀξ. ἐπινοῆσαι Θουκ. 1. 70· γνῶναι .. ὀξύτατοι τὰ ῥυθέντα Δημ. 32. 24· ὡσαύτως, ὀξὺς εἰς πάντα τὰ μαθήματα Πλάτ. Πολ. 526Β· τὰς ἐνθυμήσεις ὀξὺς Λουκ. π. Ὀρχ. 81. IV. ἐπὶ κινήσεως, ταχύς, εὐκίνητος, ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν τὰ ὀξέα σώματα διαπερῶσι τὸν ἀέρα, μεθ’ Ὅμ., ὀξυτάτους ἵππους Ἡρόδ. 5. 9 (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφ. ὠκυτάτους)· ἱερακίσκος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112· [ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ ἀπέρχεται Σοφ. Φιλ. 808· ἐπὶ φήμης, ὀξεῖα ... διῆλθ’ Ἀχαιοὺς Σοφ. Αἴ. 998· ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοήν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1238, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1389· ἄξας ὀξὺς νότος ὣς Σοφ. Αἴ. 258· ὀξεῖαν ἀκοὴν ... λόγοις διδούς, ταχεῖαν, πρόθυμον προσοχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 30· τὸ εὔψυχον ... ὀξεῖς ἐνδείκνυνται, εἶναι ταχεῖς εἰς τὸ δεικνύειν αὐτό, Θουκ. 4. 126· ἀντίθετον τῷ βραδύς, ὁ αὐτ. 8. 96, Πλάτ. Θεαίτ. 190Α· τῷ ῥᾴθυμος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7, 12· ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρήματι· ἴδε κατωτ. V. ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀξέως, ταχέως, ἐν τάχει, εὐθύς, ἀμέσως, Θουκ, 6. 10, 12, Πλάτ. κλ.· μετὰ ταχύτητος, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 567Β, Φαῖδρ. 263C· ποιητ. ὀξείως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 6, 3· ― συγκρ. ὀξυτέρως Ἱππ. 1096F· ὀξ. ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 939· ― ἀλλά, 2) ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ οὐδ. ὀξὺ καὶ πληθ. ὀξέα ὡς ἐπίρρ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― συγκρ. ὀξύτερον Θουκ. 2. 8, Πλάτ., κλ· ὑπερθ. ὀξύτατον Ἰλ. Ρ. 675, Πλάτ. Νόμ. 741D· ἢ ὀξύτατα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 401Ε. κ. ἀλλ. (Ὡς τὸ ὠκὺς παράγεται ἐκ τῆς √ΑΚ, ἀκωκή, οὕτως ἐξ ἐπιτεταμένης √ΑΚΣ παράγεται τὸ ὀξύς ἴδε Κούρτ. ἀρ. 2).

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
aigu :
A. propr. aigu, càd :
I. pointu;
II. tranchant;
III. p. anal. 1 en parl. de sensations aiguës piquant, aigre, acide ; fig. en parl. de douleurs, de chagrins ; ὀξὺ βλέπειν XÉN ou ἰδεῖν ÉL avoir une vue perçante ; ὀξύτατον δέρκεσθαι IL avoir une vue très perçante ; ὀξὺ βοᾶν IL pousser un cri aigu ; ὀξὺ κωκύειν IL pousser des cris de douleur aigus ; t. de gramm.ὀξεῖα (προσῳδία) l’accent aigu;
2 au mor. vif, irritable;
3 en parl. de l’intelligence fin, pénétrant ; neutre adv. • ὀξύ d’une façon intelligente ou pénétrante;
B. vif, rapide ; adv. • ὀξύτερον, plus vivement ; en mauv. part précipité, téméraire;
Cp. ὀξύτερος ; Sp. ὀξύτατος.
Étymologie: R. Ἀκ, être pointu ; cf. ἀκαχμένος, lat. acus.