καταφρονητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A despiser, νόμων Arr.Epict.4.7.33; θανάτου Plu.Brut.12; πλούτου J.BJ2.8.3: abs., LXX Hb.1.5, Ze.3.4, Vett.Val.47.33.
Greek (Liddell-Scott)
καταφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ θαυμαστής, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui méprise, contempteur de, gén..
Étymologie: καταφρονέω.