κανίδιον

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek (Liddell-Scott)

κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.

Greek Monolingual

κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].