αὐτόπτης
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seeing oneself, eyewitness, Hdt.2.29, 3.115, al., Pl.Lg.900a, Euang.1.4, Din.3.15, D.22.22, etc.:— fem. αὐτόπτις, ἡ, Sch.Il.Oxy.1086.96.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόπτης: -ου, ὁ, ὁ ἰδίοις ὄμμασι βλέπων, Ἡρόδ. 2. 29., 3. 115, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 900A, Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 4. - εὕρηται καὶ θηλ. αὐτόπτις ἐν τοῖς εἰς Ἰλιάδα Σχολίοις, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui voit de ses propres yeux, témoin oculaire.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.