ὀπισθοβαρής
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ές,
A loaded behind, metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. Plot.6.9.4, Simp.in Epict.p.35 D. 2 name of an eye-salve, Aët.7.115 : as Adj., ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ ib.109.
German (Pape)
[Seite 358] ές, hinten beschwert, Simplic. ad Epict. p. 128.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοβᾰρής: -ές, ὁ ὄπισθεν βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)
φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος
αρχ.
1. μτφ. αυτός του οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερ-βαρής].