[ᾰ], ον, poet. for πλάνος, AP7.715 (Leon.).
[Seite 625] poet. statt πλάνος, πλανίων ἄβιος βίος, Leon. Tar. 100 (VII, 715).
πλάνιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πλάνος, Ἀνθ. Π. 7. 715.
-ον, Α(ποιητ. τ.) πλάνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλάνος.