Πήγασος

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πήγᾰσος Medium diacritics: Πήγασος Low diacritics: Πήγασος Capitals: ΠΗΓΑΣΟΣ
Transliteration A: Pḗgasos Transliteration B: Pēgasos Transliteration C: Pigasos Beta Code: *ph/gasos

English (LSJ)

Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, Pegasus, Hes.Th.281, 325, E.Fr. 306, Apollod.2.3.2, Str.8.6.21, Paus.2.4.1, etc. : pl. Πήγασοι, as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic.

   A Pro Quinct.25.80, Plin. HN8.72, 10.136 :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν Ar.Pax76 : fem. Πᾱγᾰσὶς κράνα, Hippocrene, Mosch.3.77, cf. AP11.24 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ἵππος ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ ἔνθα ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ αὐτοῦ ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, αὐτόθι 325· οἱ μετέπειτα ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι ὕστερον ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν αὐτοῦ ἀνέβλυσε τὸ ὕδωρ τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς εἶδος τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς κρήνη, ἡ Ἱπποκρήνη, Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Pégase, cheval ailé de Persée.
Étymologie: πήγνυμι, πηγή.