ὑποστατικός

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ή, όν,

   A able or willing to face, c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.Fr.8p.39H.    2 abs., patient, steadfast, firm, Arist.EE1222a33 (Comp.); ἔν τινι D.S.20.78. Adv -κῶς Plb.5.16.4.    II belonging to substance, substantial, Arr. Epict.1.20.17.    2 c. gen. rei, giving substance to, causing the existence of, τῶν ὅλων Procl. in Prm.p.537 S., cf. Inst.25, Herm. in Phdr.p.136 A., Dam.Pr.300; opp. φθαρτικός, Ammon. in Porph.103.15.    III -κόν, τό, entrance-fee paid by initiates, IG5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ἢ πρόθυμος νὰ ὑποβληθῇ εἴς τι ἢ νὰ ἀναλάβῃ τι, μετὰ γεν. πράγματος, ὑπ. δεινῶν Μέτωπ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 1, 64 (10, 48). 2) ἀπολ., ὑπομονητικός, σταθερός, εὐσταθής, Λατ. fortis, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5· ἔν τινι Διόδ. 20. 78. - Ἐπίρρ., -κῶς, Πολύβ. 5. 16, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόστασιν, τὴν οὐσίαν, οὐσιώδης, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 17. 2) μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἀποτελῶν τὴν οὐσίαν τινός, τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 865Β. ΙΙΙ. Παρὰ τοῖς θεολόγοις, προσωπικός, πρβλ. ὑπόστασις Β. V.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑφίστημι
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την επίδραση της βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία του σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας («υποστατική πνευμονία»)
2. φρ. «υποστατική ένωση»
θεολ. ένωση τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία υπόσταση ή σε ένα πρόσωπο
μσν.
θεολ. προσωπικός
αρχ.
1. ικανός ή πρόθυμος να αναλάβει κάτι
2. (γενικά) υπομονητικός, καρτερικός
3. αυτός που έχει υπόσταση, πραγματικός, ουσιώδης
4. (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την ουσία, την υπόσταση κάποιου.
επίρρ...
ὑποστατικῶς Α
υπομονητικά, καρτερικά.