σκερβόλλω

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκερβόλλω Medium diacritics: σκερβόλλω Low diacritics: σκερβόλλω Capitals: ΣΚΕΡΒΟΛΛΩ
Transliteration A: skerbóllō Transliteration B: skerbollō Transliteration C: skervollo Beta Code: skerbo/llw

English (LSJ)

   A scold, abuse, σ. πονηρά 'talk Billingsgate', use foul abuse, Ar.Eq.821, Hsch.; cf. κερβολέω.

German (Pape)

[Seite 893] Ar. Equ. 818, schmähen, schelten, schimpfen; Schol. μὴ λοιδόρει, ἀντὶ τοῦ μὴ ποίκιλλε, Hesych. erkl. auch ἀπατᾶν. – Eust. leitet es von κέαρ βάλλω ab u. vergleicht κερτομέω.

Greek (Liddell-Scott)

σκερβόλλω: σκώπτω, ὀνειδίζω, ὑβρίζω, σκ. πονηρά, ὑβρίζω, ὀνειδίζω, μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. (ὅστις μνημονεύει τύπον κερβολέω).

French (Bailly abrégé)

injurier, outrager.
Étymologie: σκέρβολος.