ἐπίγειος

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγειος Medium diacritics: ἐπίγειος Low diacritics: επίγειος Capitals: ΕΠΙΓΕΙΟΣ
Transliteration A: epígeios Transliteration B: epigeios Transliteration C: epigeios Beta Code: e)pi/geios

English (LSJ)

ον,

   A on or of the earth, terrestrial, ζῷα Pl.R.546a; βροτοί IG14.1571; opp. ὑπόγειος, PMag.Par.1.3043 (iii A.D.), etc.    2. creeping, of plants, Thphr.HP3.18.6,6.2.2, al.; but land-plants, opp. water-plants, Arist.PA681a21; living on the ground, [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.HA633b1, PA657b24.    3. neut. pl., ἐπίγεια ground-floor, opp. πύργος διώρυφος, PPetr.2p.20 (iii B.C.).    II. Subst. ἐπίγειον, τό, misspelling of ἐπίγυον, v.l. in Ar.Fr.80,426. (Cf. ἐπίγαιος.)

German (Pape)

[Seite 932] an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt, Plat. Rep. VIII, 546 a; ἄνθρωπος Ax. 368 b, βροτοί Ep. ad. 710 c (App. 369). Am Boden, niedrig, φυτόν Philo; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγειος: -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. ἐπίγαιος. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, καλῴδιον ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. πρυμνήσιος), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται ἐπίγυιον παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν ὡσαύτως καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. ἀπόγαιος. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur la terre :
1 qui vit sur la terre;
2 qui se traîne à terre, rampant en parl. de plantes.
Étymologie: ἐπί, γῆ.