κίνδαλος
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
Full diacritics: κίνδαλος | Medium diacritics: κίνδαλος | Low diacritics: κίνδαλος | Capitals: ΚΙΝΔΑΛΟΣ |
Transliteration A: kíndalos | Transliteration B: kindalos | Transliteration C: kindalos | Beta Code: ki/ndalos |
ὁ,
A v. κύνδαλος. κίνδαξ, ακος, ὁ, ἡ, = σκίναξ, Hsch., Phot. *κινδάπτω, aor. ἐκίνδαψεν· ἔψηλεν, Hsch.; ἐκινδάψα (ς) κεν· ὑπέψηλεν, Id. κινδαψός, ὁ, v. σκινδαψός.
[Seite 1439] ὁ, s. κύνδαλος.
κίνδαλος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κύνδαλος.