νοσογνώμων
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Greek (Liddell-Scott)
νοσογνώμων: -ονος, = τῷ προηγ., μεταγεν.
Greek Monolingual
νοσογνώμων, -ον (Α)
νοσογνωμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνώμων (πρβλ. ιππο-γνώμων, λιθο-γνώμων)].