σταύρωσις
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stockade, Th.7.25.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.