ἀβάκτις
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάκτις: ἢ ἀβ ἄκτις, ὁ, ἄκλ. ― ἐκ τοῦ Λατινικοῦ ab actis, ἀρχειοφύλαξ, ὑπομνηματιστής. Νειλ. Ἐπιστ. 2, 207, Θεοφίλῳ ἀβάκτις. Λυδ. 220, 262, 23. 213, «ἀβ ἄκτις μὲν ὄνομα τῷ φροντίσματι, σημαίνει δὲ καθ’ ἑρμηνείαν τὸν τοῖς ἐπὶ χρήμασι πραττομένοις ἐφεστῶτα».
Spanish (DGE)
ὁ
• Grafía: graf. ἀβάκτης PLandlisten 2.509 (IV d.C.), pero cf. PLandlisten 2.781, lat. ab actis (cf. ἀβ ἄκτις Lyd.Mag.3.20)
• Morfología: [indecl., pero ac. sg. ἀβάκτην POxy.1108.11 (VI/VII d.C.)]
funcionario encargado de registrar, como notario público, asuntos pertenecientes a la jurisdicción civil ἀ. πάγου PLandlisten 2.509, τοιαῦτα γράμματα ἀποστεῖλαι πρὸς τὸν ἀβάκτις SB 9106.3 (V d.C.), cf. PLandlisten 2.781, Nil.M.79.309B, Lyd.l.c., PMich.624.10 (VI d.C.), POxy.l.c.