περίστομος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστομος Medium diacritics: περίστομος Low diacritics: περίστομος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: perístomos Transliteration B: peristomos Transliteration C: peristomos Beta Code: peri/stomos

English (LSJ)

ον,

   A presenting a front all round, τετράπλευρον Ascl. Tact.11.6.

German (Pape)

[Seite 594] rings herum oder auf beiden Seiten, od. mehrere Oeffnungen habend, Ael. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

περίστομος: -ον, (στόμα) ὁ παρουσιάζων πανταχόθεν στόμα ἤτοι μέτωπον, ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από παντού στόματα
2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος].