πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
λαβδακίζω: λαβδακισμός, ἴδε ἄρθρ. Λ λ. ἐν ἀρχῇ.
(Α λαβδακίζω)μεταχειρόζομαι συχνά το Α.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβδα, κατά τα ιωτακίζω, ητακίζω].