δολιχόσκιος
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ον, (σκιά)
A casting a long shadow, Homeric epith. of ἔγχος, Il.3.346, etc.: in later Ep. as a general epith., long, οὐρή Opp.C.1.411; αὐχήν Nonn.D.12.181; far-reaching, ἰός Id.2.612, etc.
German (Pape)
[Seite 655] lang; von ὄσχος, entstanden aus δολιχόσχιος, oder von σκιά, so daß es eigentl. = langschattig wäre. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 3 (lückenhaft) Δολιχόσκιον· ἤτοι μακρὰν σκιὰν ἔχον, ἐξ οὗ τὸ μέγα δηλοῦται. Bei Homer oft δολιχόσκιον ἔγχος accusat. Versende: Iliad. 3, 346. 355. 5, 15. 280. 6, 44. 7, 213 244. 249. 11, 349. 13, 509. 17, 516. 20, 262. 273. 21, 139. 22, 273. 289. 23, 798. 884 Odyss. 19, 438. 22, 95. 24, 519. 522; δολιχόσκιον ἔγχος nominat. Versende Iliad. 5, 616. 16, 801; δολιχόσκιον ἔγχος accusat. mitten im Verse Iliad. 6, 126; μή τις Ἀχαιῶν
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχόσκῐος: -ον, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ ἔγχος, Ἰλ. Γ. 346. κτλ.· ἀντὶ τοῦ δολιχόσχιος (ὄσχος), ἔχον μακρὸν ξύλον (κοντάρι), πιθανώτερον εἶνε τὸ δολιχόσκιος (σκιά). ἔγχος, τὸ ῥῖπτον μακρὰν σκιάν· - παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γενικ. = μακρός, οὐρὴ Ὀππ. Κ. 1. 411· ἰὸς Νόνν. Δ. 2. 612, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui projette son ombre au loin.
Étymologie: δολιχός, σκιά.