παρατηρήσιμος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον,
A gloss on ἀποφράδας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρήσιμος: ὁ, ἡ, ὃν παρατηρεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποφράδας.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρατηρήσιμος, -ον, ΝΑ παρατήρησις
αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί.