πυρρότης
From LSJ
Full diacritics: πυρρότης | Medium diacritics: πυρρότης | Low diacritics: πυρρότης | Capitals: ΠΥΡΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: pyrrótēs | Transliteration B: pyrrotēs | Transliteration C: pyrrotis | Beta Code: purro/ths |
ητος, ἡ,
A redness, of hair, Arist.GA785a20, Gal.6.21.
πυρρότης: -ητος, ἡ, τὸ πυρρὸν χρῶμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 3, Γαλλην.
-ητος, ἡ, Α πυρρός
(για τρίχες) η ιδιότητα του κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.).