σύναινος

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναινος Medium diacritics: σύναινος Low diacritics: σύναινος Capitals: ΣΥΝΑΙΝΟΣ
Transliteration A: sýnainos Transliteration B: synainos Transliteration C: synainos Beta Code: su/nainos

English (LSJ)

ον,

   A agreeing with, τινι Hsch.

German (Pape)

[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].