ἰσάγγελος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ον,
A like an angel, Ev.Luc.20.36, Hierocl.in CA4p.425M.
German (Pape)
[Seite 1262] engelgleich, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάγγελος: -ον, = ἴσος ἀγγέλοις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 36· ἀγγελικός, Κλήμ. Ἀλ. σ. 120. - Ἐπίρρ. -λως, ἀγγελικῶς, Ἐκκλ.