μαῦρος
Greek (Liddell-Scott)
μαῦρος: -ον, προπερισπ., ἀντὶ τοῦ ὀξυτόνου ἀμαυρός, Ἀρκάδ. 69. 22, Ἡσύχ.· - παρὰ Βυζ. ὡς καὶ νῦν, ἴδε Δουκάγγ.
Frisk Etymological English
Meaning: or μαυρός.
See also: s. ἀμαυρός
μαῦρος: -ον, προπερισπ., ἀντὶ τοῦ ὀξυτόνου ἀμαυρός, Ἀρκάδ. 69. 22, Ἡσύχ.· - παρὰ Βυζ. ὡς καὶ νῦν, ἴδε Δουκάγγ.
Meaning: or μαυρός.
See also: s. ἀμαυρός