κόβαρος
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
ἄνθρωπος, Hsch. κόβειρος, ὁ,
A jester, Id.: Adj., in pl., κόβειρα· γελοῖα, Id. κοβελίσκον· τρύβλιον, Id. κόγκαλος· κονιορτός, Id. (leg. κονίσαλος). κόγξ, onomatop., sound made by the voting-pebble as it fell into the urn, Id. κογχαλίζω, of shells, murmur, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κόβαρος: «ὅνος» Ἡσύχ.