ἑκούσιος

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκούσιος Medium diacritics: ἑκούσιος Low diacritics: εκούσιος Capitals: ΕΚΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: hekoúsios Transliteration B: hekousios Transliteration C: ekoysios Beta Code: e(kou/sios

English (LSJ)

α, ον S.Tr.727,1123, etc.; also ος, ον Id.Ph.1318, E.Supp.151, Antipho 2.2.3, Th.6.44, etc.: (ἑκών):—of actions,

   A voluntary, πόνοι Democr.240 ; βλάβαι S.Ph.l.c.; φυγή E.l.c.; ἁμάρτημα Antipho 5.92, etc.; συμβόλαια Pl.R.556b; πράξεις ib.603c, al.; ἀδικήματα Id.Lg.860e, al., etc.; γυμνασιαρχία undertaken voluntarily, POxy.473.3 (ii A.D.); τὰ ἑ. voluntary acts, opp. τὰ ἀκούσια, IG1.1, X.Mem.2.1.18, Arist.EN1109b31.    2 rarely of persons, willing, acting of free will, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr.1123 ; ἑ. ἀποθανεῖν Th.1.138.    II Adv. -ίως E.Tr.1037, etc.; also ἑκουσίῳ τρόπῳ Id.Med.751 ; ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) S.Tr.727 ; καθ' ἑκουσίαν Th.8.27.

German (Pape)

[Seite 770] α, ον, auch 2 End., Thuc. 6, 44 u. sonst, freiwillig; von Menschen, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Soph. Tr. 1113, wie Phil. 613; παῖς ἑκουσία Plat. Legg. XI, 925 a; ἑκούσιος ἀπέθανε Thuc. 1, 138; von Handlungen, die freiwillig gethan werden; τὰ ἑκούσια Xen. Mem. 2, 1, 18; ἑκούσιοι βλάβαι Soph. Phil. 1302; φυγή Eur. Suppl. 151; ἡ στρατεία Thuc. 7, 57; βίαιοι ἢ ἑκούσιαι πράξεις Plat. Rep. X, 603 c; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; τὸ ἑκούσιον, der freie Wille, ibd.; – ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) σφαλείς, freiwillig, Soph. Tr. 724; so ἑκουσίᾳ πλημμελεῖν Dem. 21, 42, wo Bekker ἑκουσίως schreibt; καθ' ἑκουσίαν ἢ πάνυ γε ἀνάγκῃ Thuc. 8, 27; ἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. Med. 751; – ἑκούσιόν ἐστί μοι, c. inf., ich bin bereit zu, D. Hal. 10, 27. – Adv. ἑκουσίως, Eur. Tr. 1037 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκούσιος: -α, -ον, Σοφ. Τρ. 727. 1123, κτλ.· ὡσαύτως -ος, ον, Σοφ. Φ. 1318, Εὐρ. Ἱκ. 151, Ἀντιφῶν 1166. 37, Θουκ. 6. 44, κτλ.: (ἑκών): - ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ πράξεων, ἐθελούσιος, αὐτοκέλευστος, βλάβη Σοφ. Φ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φυγὴ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἁμάρτημα Ἀντιφῶν 140. 20, κτλ.· ἑκουσίων ξυμβολαίων Πλάτ. Πολ. 556Α· ἑκουσίας πράξεις αὐτόθι 603C κ. ἀλλ.· ἀδικήματα ὁ αὐτ. Νόμ. 860Ε, κ. ἀλλ., κτλ.: - τὰ ἑκούσια, ἑκούσιαι πράξεις, θεληματικαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀκούσια· τί δέ;... οὐ δοκεῖ σοι τῶν τοιούτων διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1· - ἑκούσιόν ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., Διον. Ἁλ. 10. 27. 2) σπανίως, ὡς τὸ ἑκὼν ἐπὶ προσώπων, ἐνεργῶν ἐξ ἐλευθέρας θελήσεως, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Σοφ. Τρ. 1123· ἐκ. ἀποθανεῖν Θουκ. 1. 138. ΙΙ. ἐπίρρ. -ίως, Εὐρ. Τρ. 1037, κτλ.· οὕτω καὶ ἑκουσίῳ τρόπῳ Εὐρ. Μήδ. 751· ἐξ ἑκουσίας (ἐνν. γνώμης) Σοφ. Τρ. 727· καθ’ ἑκουσίαν Θουκ. 8. 27· ἀλλὰ τὸ ἑκουσίᾳ εἶναι ἀμφίβ., Βουττμ. ἐν Δημ. κατὰ Μειδ. 527. 27.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui agit volontairement : ἑκούσιον ἀποθανεῖν THC mourir volontairement;
2 qu’on fait volontairement, volontaire (action, faute, injustice, etc.) ; τὰ ἑκούσια les actes volontaires ; ἐξ ἑκουσίας (s.e. γνώμης) SOPH, καθ’ ἑκουσίαν THC volontairement.
Étymologie: ἑκών.