εὐρώς
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ῶτος, ὁ,
A mould, dank decay, Thgn.452, Simon.4.4, B.Fr.3.8, E.Ion1393, Pl.Ti.84b, Arist.GA784b10, Theoc.4.28, Call.Fr.313, Ph.2.461; εὐρὼς ψυχῆς Plu.2.48c; εὐρῶτι γήρως τὰς τρίχας βεβαμμένος Com.Adesp.53 D.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώς: -ῶτος, ὁ, «μοῦχλα», ὑγρασία μετὰ σήψεως, σηπεδών, φθορά, Λατ. situs, squalor, Θέογν. 452, Σιμωνίδ. 5. 4, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 13. 11 (ἔκδ. Blass), Εὐρ. Ἴων 1393, Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. μάλιστα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5, 4, 5 κἑξ· εὐρώς ψυχῆς Πλούτ. 2. 48C· ἴδε εὐρώεις.