λάρυγξ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
υγγος, ὁ,
A larynx or upper part of the windpipe, Arist. HA493a6; used in sounding the vowels, ib.535a32: but in Poets confused with φάρυγξ (gullet) (cf. Arist.HA535a29), E.Cyc.158; χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Pherecr.108.7, cf. Crobyl.8; of gluttons, ἀνόσιοι λάρυγγες Eub.139; ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινά Ar.Eq.1363; τὸν λάρυγγ' ἂν ἐκτέμοιμί σου Id.Ra.575: metaph., λ. γλυκύς speech, LXX Si.6.4. II = τραχεῖα ἀρτηρία, Meno Iatr.8.30.
German (Pape)
[Seite 17] υγγος, nach E. M. auch -υγος, ὁ, u. nach den Gramm. auch ἡ, nach Arist. H. A. 1, 12 der Vordertheil des αὐχήν, die Kehle, Schlund, Speiseröhre, μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου καλῶς Eur. Cycl. 158; Ar. Ran. 575 Equ 1363; ἀνόσιοι λάρυγγες Eubul. bei Ath. III, 113 f. – Vgl. φάρυγξ.
Greek (Liddell-Scott)
λάρυγξ: [ᾰ] υγγος, ὁ, τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ ἀναπνευστικοῦ σωλῆνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1, χρησιμεῦον κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν φωνηέντων, αὐτόθι 4. 9, 2· ἀλλὰ παρὰ ποιηταῖς τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ πεπτικοῦ σωλῆνος (φάρυγξ) καὶ τοῦ ἀναπνευστικοῦ (λάρυγξ) συνεχῶς συγχέονται, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 4. 9, 1· - ὁ λαιμὸς, ὁ φάρυγξ, Εὐρ. Κύκλ. 157· χωρεῖν κατὰ τοῦ λ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 7, πρβλ. Κρώβυλ. ἐν Ἀδηλ. 1· ἐπὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, ἀνόσιοι λάρυγγες Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 16· ἐκ τοῦ λ. ἐκκρεμάσας τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1363· τὸν λάρυγγ’ ἂν ἐκτέμοιμί σου ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 575· - μεταφ., λ. γλυκύς, ὁμιλία Ἑβδ. (Σειρὰχ Ζ΄, 4).
French (Bailly abrégé)
υγγος (ὁ) :
1 larynx;
2 gorge, gosier.
Étymologie: DELG pê croisement entre λαιμός et φάρυγξ.