ὀλοφυρτέος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
α, ον,
A to be lamented, ἡμέρα ib.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀλοφύρομαι, ὃν δεῖ ὀλοφύρεσθαι, Φιλοστρ. 306.