ἀντάλλαγμα

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντάλλᾰγμα Medium diacritics: ἀντάλλαγμα Low diacritics: αντάλλαγμα Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: antállagma Transliteration B: antallagma Transliteration C: antallagma Beta Code: a)nta/llagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, E.Or.1157, cf. LXXJb.28.15, al.; τῆς ψυχῆς Ev.Matt.16.26, cf. Ph.Fr.110H.

German (Pape)

[Seite 243] τό, das Um-, Eingetauschte, ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντ. γενναίου φίλου Eur. Or. 1157; im N. T. Lösegeld.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάλλαγμα: -ατος, τὸ πρὸς ἀνταλλαγὴν διδόμενον ἢ λαμβανόμενον, ἀντ. γενναίου φίλου, ἀντὶ γενναίου φίλου, Εὐρ. Ὀρ. 1157, πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ κη΄, 15, καὶ ἀλλαχοῦ)· τὶ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὑτοῦ = λύτρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 échange;
2 réconciliation.
Étymologie: ἀνταλλάσσω.