ἀντάλλαγμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is given or taken in exchange, φίλου for a friend, E.Or.1157, cf. LXXJb.28.15, al.; τῆς ψυχῆς Ev.Matt.16.26, cf. Ph.Fr.110H.
German (Pape)
[Seite 243] τό, das Um-, Eingetauschte, ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντ. γενναίου φίλου Eur. Or. 1157; im N. T. Lösegeld.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάλλαγμα: -ατος, τὸ πρὸς ἀνταλλαγὴν διδόμενον ἢ λαμβανόμενον, ἀντ. γενναίου φίλου, ἀντὶ γενναίου φίλου, Εὐρ. Ὀρ. 1157, πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ κη΄, 15, καὶ ἀλλαχοῦ)· τὶ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὑτοῦ = λύτρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 échange;
2 réconciliation.
Étymologie: ἀνταλλάσσω.