τέφρα

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέφρα Medium diacritics: τέφρα Low diacritics: τέφρα Capitals: ΤΕΦΡΑ
Transliteration A: téphra Transliteration B: tephra Transliteration C: tefra Beta Code: te/fra

English (LSJ)

Ep. and Ion. τέφρη, ἡ,

   A ashes, as of the funeral pile, Il. 23.251; νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν' ἀμφίζανε τέφρη 18.25; ὁ ἀὴρ ὁ ἐγκατακλειόμενος ἐν ταῖς θήκαις (coffins) . . διαλύει πάντ' εἰς τ. Thphr. Ign.47; τ. πηγνυμένη νιφετὸν [σημαίνει] Id.Sign.42; κἠπὶ τὴν τέφρην οἰχνεῖ (sc. τὸ πῦρ) Call. in PSI11.1216.35; καταπάσας τέφραν, ἐμπάσαι τῆς τέφρας, Ar.Nu.177, Pl.Ly.210a; δόξαι τινὰ ψάμμον ἢ τ. ἐσθίειν Gal.6.782; ἐκκρίνασα τὴν οἷον τ. τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν Id.18(2).279; τέφρᾳ τιλθῆναι, prob. lime, Ar.Nu.1083 (τίτανος is a form of τ. acc. to Gal. 12.140); ἡ τ. ἡ Φρυγία was used for eye-disease, Arist.Mir.834b30 (cf. Pl. l.c.); so τ. κληματίνη Dsc.5.117; τῆς τ. πλυθείσης ἡ κονία (cf. κονία 11) γίνεται Gal.12.222, cf. Thphr.HP5.9.5: prov., ὅρκους . . εἰς τέφραν γράφειν Philonid.7; tefre, = nugacitas, Gloss. (With τεφ- [from θεφ-] cf. Skt. dáhati, Lith. degù 'burn', Lat. favilla, Gr. θέπτανος.)

German (Pape)

[Seite 1102] ἡ, ep. u. ion. τέφρη (verwandt mit θάπτω, τάφος), Asche des Scheiterhaufens, überhaupt Asche, auch anderer Staub, Sand; Il. 13, 751 und 18, 25, wo es vom Ausdrucke der höchsten Trauer heißt νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν' ἀμφίζανε τέφρη; so auch bei Sp.; λεπτὴν τέφραν καταπάττειν, Ar. Nubb. 178; τέφρᾳ τίλλεσθαι, 1066; Euen. 14 (IX, 62); u. in Prosa, ἐμπάσαι τῆς τέφρας, Plat. Lys. 210 a. Sprichwörtl. ὅρκους εἰς τέφραν γράφειν, Philonid. in Phot. bibl. p. 530, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τέφρα: Ἐπικ. καὶ Ἰων. τέφρη, ἡ, «στάκτη», οἷον ἡ τῆς νεκρικῆς πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 251· νεκταρέῳ δὲ χιτῶνι μέλαιν’ ἀμφίζανε τέφρη, «περιεκάθητο» (Σχόλ.), Σ. 25· τέφραν καταπάσαι, ἐμπάσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Πλάτ. Λῦσ. 210Α· ― ἐν τῇ φράσει, τέφρᾳ τίλλεσθαι (ἴδε τίλλω), πιθ. τὸ τέφρα σημαίνει δριμεῖάν τινα κόνιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1083· ἡ τ. ἡ Φρυγία ἦν ἐν χρήσει ἐπὶ ὀφθαλμίας ὡς φάρμακον, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. 3· ― παροιμ., ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ γράφω Φιλωνίδης παρ’ Ἑλλαδίῳ ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 530, 15. πρβλ. ὕδωρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cendre.
Étymologie: R. Τεπ, être chaud ; cf. lat. tepidus.