δυσκαμπής
English (LSJ)
ές,
A hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.
German (Pape)
[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.