πολυμισής
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ές,
A much-hating, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.