παχυσκελής
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ές,
A thick-legged, Lyr.Adesp.21, Gal.6.322, Adam.2.31.
German (Pape)
[Seite 540] ές, dickschenkelig, dickbeinig, poet. bei Plut. non posse 21 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχυσκελής: -ές, ὁ ἔχων παχέα τὰ σκέλη, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101F, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχνοσκελής, Γαλην. τ. 6. 322, 11.