ἀνακαίνωσις
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ἀνακαίνισις, Ep.Rom.12.2, Tit.3.5.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, die Erneuerung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιβ΄, 2, πρὸς Τίτ. γ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
renouvellement NT.
Étymologie: ἀνακαινόω.