αὔανσις
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
εως, ἡ,
A drying up, Arist.Mete.379a5, GA785a26; equiva-lent to γῆρας in plant-life, Id.Resp.478b28.
German (Pape)
[Seite 391] ἡ, das Austrocknen, Vertrocknen, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὔανσις: -εως, ἡ, ἀποξήρανσις, μαρασμός, πᾶσα γὰρ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ εἰς τοῦθ' ὁδός ἐστιν, οἷον γῆρας καὶ αὔανσις Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 5, Γεν. Ζ. 5. 5, 5· τοῖς μὲν οὖν φυτοῖς αὔανσις, ἐν δὲ τοῖς ζῴοις καλείται τοῦτο γῆρας ὁ αὐτ. π. Ἀναπνοῆς 17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
desecación, γῆρας καὶ αὔανσις Arist.Mete.379a5, (ἡ πολιά) ... οὐκ ἔστιν ... αὔανσις (op. σῆψις) Arist.GA 785a26
•de plantas agostamiento τοῖς φυτοῖς (καλεῖται τοῦτο) αὔανσις Arist.Iuu.478b28, θάνατος καὶ αὔανσις Thphr.HP 1.2.4, cf. CP 5.11.1.