μιαιβαδία

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek (Liddell-Scott)

μιαιβαδία: ἡ, (μιαίνω, βάδος) παράνομον βάδισμα, παράνομος περίπατος, Καισάριος 992.

Greek Monolingual

μιαιβαδία, (Α)
1. παράνομο βάδισμα
2. συνεκδ. παράνομη ενέργεια, παράνομος τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -βαδία (< βάδος «οδός»)].