μεγαλόπτολις
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
German (Pape)
[Seite 107] = μεγαλόπολις; μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι Pind. P. 7, 1; δῆμος Ep. ad. 497 (App. 214).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόπτολις: ἴδε ἐν λέξ. μεγαλόπολις.
Greek Monolingual
μεγαλόπτολις, ἡ (Α)
βλ. μεγαλόπολη.