ὑστριχίς
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (
A ὕστριξ 111) whip for punishing slaves, Ar.Ra.619, Pax746 (anap.), cf. Poll.2.24, 3.79, Ph.2.287 (ὑστριχίσι with v. l. ὕστριξι dat. pl.). II disease of the horse's tail, Hippiatr.59 tit.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστρῐχίς: -ίδος, ἡ, (ὕστριξ ΙΙ), μάστιξ ἐξ ὑείων τριχῶν, δι’ ἧς ἐκόλαζον τοὺς δούλους, Ἀριστοφ. Βάτρ. 619, Εἰρ. 746, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24, Γ΄, 79. ΙΙ. νόσημα τῆς οὐρᾶς τοῦ ἵππου, καθ’ ὃ «γίνονται αἱ τρίχες ἐν τῇ οὐρᾷ ὑείαις παραπλήσιοι» Ἱππιατρ. σ. 170, 10.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
fouet armé de pointes pour les esclaves.
Étymologie: ὕστριξ.