γονοποιός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek (Liddell-Scott)
γονοποιός: -όν, (ποιέω) γονιμοποιός, Ἰουστῖν. Μ.
Spanish (DGE)
-όν
fecundante, generador ὕδωρ Herm.Irris.1, Iust.Phil.Coh.Gr.7.22.